πληθυσμιακός


πληθυσμιακός
Προφορά

Ετυμολογία
πληθυσμιακός πληθυσμός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πληθυσμιακός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στον πληθυσμό
✦ πληθυσμιακή έκρηξη, η απότομη αύξηση του πληθυσμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.