πληθυντικός


πληθυντικός
Προφορά

Ετυμολογία
πληθυντικός μεταγενέστερη ελληνική πληθυντικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πληθυντικός -ή, -ό

✦ που έχει την ικανότητα να πληθύνει, αυξητικός
✦ (γραμμ.) πληθυντικός αριθμός, που δηλώνει πρόσωπα ή πράγματα περισσότερα από ένα

Συνώνυμα

Αντίθετα
ενικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.