πληθάριθμος


πληθάριθμος
Προφορά

Ετυμολογία
πληθάριθμος πλήθος + αριθμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πληθάριθμος

✦ μαθηματικός όρος, χαρακτηριστικός του πλήθους των στοιχείων ενός συνόλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.