πληγή


πληγή
Προφορά

Ετυμολογία
πληγή αρχαία ελληνική πληγή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πληγή

✦ τραύμα από χτύπημα με οποιοδήποτε μέσο
✦ μακροχρόνια λύση της συνέχειας του δέρματος εξαιτίας μόλυνσης ή αρρώστιας, το έλκος
(μτφ. ) ατυχία, συμφορά
(μτφ. ) οδυνηρό γεγονός ή φαινόμενο, νοσηρή, δυσάρεστη κατάσταση που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί: η πληγή των ναρκωτικών
✦ φρ. ανοιχτή πληγή, δυσάρεστη κατάσταση που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ή να ξεπεραστεί – οι δέκα πληγές του Φαραώ, (μτφ. ) αλλεπάλληλες συμφορές – ανοίγω πληγές, δημιουργώ αιτίες για δυσάρεστες καταστάσεις – φρ. ξύνω πληγές, θυμίζω ξεχασμένα κακά – είναι κρυφή πληγή, ύπουλος, δόλιος, καταχθόνιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.