πλευρίζω


πλευρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
πλευρίζω πλευρό

Ερμηνεία
ρήμα πλευρίζω

✦ (ναυτ.) αράζω ή δένω στο πλευρό της προκυμαίας ή άλλου πλοίου, πέφτω δίπλα
(μτφ. ) πλησιάζω κάποιον με τρόπο, διπλαρώνω: το σύστημά του είναι να πλευρίζει τους εκάστοτε ισχυρούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.