πλερωτής


πλερωτής
Προφορά

Ετυμολογία
πλερωτής αρχαία ελληνική πληρωτής

Ερμηνεία
πλερωτής

✦ αυτός που πληρώνει
✦ (οικον.) εκδότης γραμματίου ή αποδέκτης συναλλαγματικής, που έχει την υποχρέωση της εξόφλησής τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.