πλερωμή


πλερωμή
Προφορά

Ετυμολογία
πλερωμή πληρώνω

Ερμηνεία
πλερωμή

✦ καταβολή χρημάτων για αγορά πραγμάτων
✦ καταβολή χρημάτων για παρασχεθείσα εργασία ή υπηρεσία, αμοιβή
✦ εξόφληση χρέους
(μτφ. ) ανταπόδοση για κάποιο καλό ή κακό που έκανε κάποιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.