πλεονεξία


πλεονεξία
Προφορά

Ετυμολογία
πλεονεξία αρχαία ελληνική πλεονεξία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλεονεξία

✦ η ιδιότητα, το γνώρισμα του πλεονέκτη, απληστία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.