πλαφόν
Προφορά
Ετυμολογία
πλαφόν └γαλλ┘ plafond (= οροφή)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το πλαφόν
✦ ανώτατο όριο, μάξιμουμ, που δεν μπορεί να ξεπεράσει κανείς: αυξήθηκε το πλαφόν, στις πιστωτικές κάρτες, στις εκατό χιλιάδες δρχ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–