πλατύς
Προφορά
Ετυμολογία
πλατύς αρχαία ελληνική πλατύς
Ερμηνεία
πλατύς
✦ -ιά, -ύ επίθ. (Κ -εία, -ύ) που έχει σχετικά μεγάλο πλάτος
✦ φρ. πλατύ γέλιο, γέλιο με ανοιχτό το στόμα ως δείγμα εγκαρδιότητας – φαρδύς πλατύς, για κάποιον που έπεσε και ξαπλώθηκε στο έδαφος |(μτφ. ) εκτεταμένος, λεπτομερειακός: πλατιά ανάλυση των γεγονότων
Συνώνυμα
ευρύς, φαρδύς
Αντίθετα
στενός
Επιρρήματα
πλατιά (Κ πλατέως)