πλατωσιά


πλατωσιά
Προφορά

Ετυμολογία
πλατωσιά πλάτος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλατωσιά

✦ πλατύς, ανοιχτός τόπος, πλάτωμα: οι περισσότεροι έχουν στήσει σκηνές έξω από τα τείχη, στις πλατωσιές (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.