πλασέμπο


πλασέμπο
Προφορά

Ετυμολογία
πλασέμπο └διεθν┘placebo

Ερμηνεία
πλασέμπο

✦ άκλ. ουσ. (ιατρ.) αδρανής, ουδέτερη ουσία, που χορηγείται για να χρησιμεύσει ως μέσο ελέγχου της διαγνώσεως της παθήσεως ή της αποτελεσματικότητας φαρμάκου (οι ασθενείς δεν γνωρίζουν ότι η ουσία είναι αδρανής αλλά πιστεύουν ότι λαμβάνουν φάρμακο)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.