πλασάρω
Προφορά
Ετυμολογία
πλασάρω └γαλλ┘ placer
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πλασάρω
✦ διαθέτω στην αγορά εμπόρευμα ως πλασιέ
✦ διοχετεύω με τον κατάλληλο τρόπο
✦ (ποδόσφ.) χτυπώ την μπάλα ώστε να την κατευθύνω σε καθορισμένο σημείο
✦ (μέσ.) πλασάρομαι, τοποθετούμαι σωστά στο γήπεδο, σε ευνοϊκή θέση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–