πλανώ
Προφορά
Ετυμολογία
πλανώ αρχαία ελληνική πλανῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πλανώ -άς, -ά
✦ περιφέρω κάτι εδώ κι εκεί
✦ εξαπατώ, ξεγελώ, πλανεύω
✦ γοητεύω: τον πλάνεψε μια ξωτικιά στην ξενιτιά (Ι. Γρυπάρης)
✦ (μέσ.) πλανιέμαι (Κ πλανώμαι), περιφέρομαι, περιπλανιέμαι: τυφλός πλανώμαι εις τα σκότη (Αλ. Ραγκαβής) – χρόνια ολάκερα πλανήθηκα στα ξένα (Κ. Ουράνης)
✦ σχηματίζω λαθεμένη γνώμη, γελιέμαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–