πλαντάζω


πλαντάζω
Προφορά

Ετυμολογία
πλαντάζω μεσαιωνική ελληνική πλαντάσσω

Ερμηνεία
ρήμα πλαντάζω

✦ προκαλώ μεγάλη στενοχώρια: το πλάνταξες το παιδί
✦ αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια από οργή, αγανάκτηση κτλ., σκάζω από το κακό μου: το παιδί πλάνταξε στο κλάμα
✦ φρ. η φωτιά πλάνταξε, έσβησε από έλλειψη αέρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.