πλήρης
Προφορά
Ετυμολογία
πλήρης αρχαία ελληνική πλήρης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πλήρης -ης, -ες
✦ που περιέχει όσο μπορεί να χωρέσει, γεμάτος
✦ που έχει ή περιέχει κάτι σε αρκετή ποσότητα, άφθονος
✦ ο σε όλα του τα μέρη κατειλημμένος από την ίδια του τη μάζα
✦ ολοκληρωτικός: πλήρης υποστήριξη
✦ άρτιος, τέλειος: έργο πλήρες
✦ ο κατεχόμενος σε μεγάλο βαθμό από κάποιο συναίσθημα: πλήρης χαράς – οφείλω να ομολογήσω ότι το ανώνυμο και πλήρες δέους και σεβασμού κοινό των μουσείων δεν ενοχλεί τον σχεδιαστή όσο κάποτε (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)
✦ φρ. πλήρης απασχόληση, απασχόληση σ’ όλες τις εργάσιμες ημέρες και ώρες της εβδομάδας
✦ φρ. πλήρης ημερών, σε πολύ προχωρημένη ηλικία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κενός, άδειος ,κούφιος ,λειψός ,μερική απασχόληση
Επιρρήματα
πλήρως (βλ. λ.)