πλήμνη
Προφορά
Ετυμολογία
πλήμνη αρχαία ελληνική πλήμνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πλήμνη
✦ το κέντρο του τροχού απ’ το οποίο διέρχεται ο άξονας και στηρίζονται οι ακτίνες του
✦ (ναυτ.) ορειχάλκινος ή δερμάτινος δακτύλιος που προσαρμόζεται στο κέντρο τροχαλίας για προφύλαξη από την τριβή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–