πλήμμη


πλήμμη
Προφορά

Ετυμολογία
πλήμμη μεταγενέστερη ελληνική πλήμμη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλήμμη

✦ η φάση της παλίρροιας κατά την οποία τα νερά φτάνουν στο μεγαλύτερο ύψος τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.