πλέω
Προφορά
Ετυμολογία
πλέω αρχαία ελληνική πλέω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πλέω
✦ ταξιδεύω σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό, αρμενίζω
✦ κινούμαι σε υδάτινη επιφάνεια, επιπλέω
✦ (μτφ. φρ.) πλέει στο αίμα, είναι αιμόφυρτος – πλέει μέσα στα ρούχα του, τα ρούχα του είναι πολύ φαρδιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–