πλέχτης


πλέχτης
Προφορά

Ετυμολογία
πλέχτης πλέκτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πλέχτης

✦ θηλ. πλέχτρια κ. πλέχτρα (Κ πλέκτης – πλέκτρια) τεχνίτης ειδικός στην πλεχτική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.