πλέθρο


πλέθρο
Προφορά

Ετυμολογία
πλέθρο αρχαία ελληνική πλέθρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πλέθρο

✦ (αρχαία ελληνική) το 1/6 του σταδίου
✦ μονάδα μήκους (29, 57μ.) ή επιφανειών (874 τ.μ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.