πλάνισμα


πλάνισμα
Προφορά

Ετυμολογία
πλάνισμα πλανίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πλάνισμα

✦ η λείανση της επιφάνειας ξύλου με την πλάνη, το ροκάνισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.