πιότερο
Προφορά
Ετυμολογία
πιότερο αρχαία ελληνική πλειότερον, └ουδ┘ του επιθέτου πλειότερος, συγκριτ. του πλείων
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ πιότερο
✦ περισσότερο: οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τ’ αφτιά τους παρά τα μάτια τους (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–