πιρέξ


πιρέξ
Προφορά

Ετυμολογία
πιρέξ └διεθν┘pyrex

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το πιρέξ

✦ τύπος γυαλιού με υψηλή αντοχή στη θερμότητα
✦ σκεύος από πιρέξ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.