πιπιλίζω


πιπιλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
πιπιλίζω └ιταλ┘pipilare

Ερμηνεία
ρήμα πιπιλίζω

✦ ρουφώ με τα χείλη, βυζαίνω
✦ (μτφ. φρ.) μου πιπιλίζει το μυαλό, με ζαλίζει με φλυαρίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.