πιπεράτος


πιπεράτος
Προφορά

Ετυμολογία
πιπεράτος πιπέρι

Ερμηνεία
επίθετο┘ πιπεράτος -η, -ο

✦ που έχει γεύση καυστική
✦ (μτφ. για λόγια) δηκτικός, πειραχτικός: πιπεράτο αστείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.