πιονέρος


πιονέρος
Προφορά

Ετυμολογία
πιονέρος └γαλλ┘ pionnier ή └αγγλ┘pioneer

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πιονέρος

✦ θηλ. πιονέρισσα πρωτοπόρος, σκαπανέας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.