πινελιά
Προφορά
Ετυμολογία
πινελιά πινέλο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πινελιά
✦ η ποσότητα χρώματος που παίρνει ένα πινέλο σε μια λήψη
✦ ίχνος πινέλου σε μια επιφάνεια
✦ ο τρόπος χειρισμού του χρωστήρα στη ζωγραφική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–