πινακωτή


πινακωτή
Προφορά

Ετυμολογία
πινακωτή πινάκι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πινακωτή

✦ ξύλινο σκεύος με χωρίσματα, όπου τοποθετούνται τα ψωμιά πριν ριχτούν στο φούρνο
✦ είδος παιδικού παιχνιδιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.