πινακίδα


πινακίδα
Προφορά

Ετυμολογία
πινακίδα μεταγενέστερη ελληνική πινακίς, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού πίναξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πινακίδα

✦ μικρός πίνακας από ξύλο ή άλλο υλικό όπου μπορεί κανείς να γράψει, αβάκιο
✦ (ειδ.) μικρή πλάκα στην είσοδο καταστήματος, όπου αναγράφεται ο τίτλος, το όνομα του ιδιοκτήτη κτλ., η ταμπέλα
✦ πλάκα όπου αναγράφεται το όνομα οδού, λεωφόρου, πλατείας κτλ.
✦ η πλάκα όπου αναγράφεται ο αριθμός κυκλοφορίας οχήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.