πινάκιο
Προφορά
Ετυμολογία
πινάκιο αρχαία ελληνική πινάκιον, υποκοριστικό του πίναξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πινάκιο
✦ μικρός πίνακας, πινακίδα
✦ επιτραπέζιο σκεύος, πιάτο
✦ φρ. αντί πινακίου φακής, με εξευτελιστικό αντάλλαγμα
✦ κατάλογος των προς εκδίκαση υποθέσεων σε δικαστήριο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–