πετροκόπος
Προφορά
Ετυμολογία
πετροκόπος μεσαιωνική ελληνική πετροκόπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πετροκόπος
✦ εργάτης που κόβει πέτρες, λατόμος
✦ ο κατεργαζόμενος τις πέτρες, λιθοξόος
✦ μηχάνημα για το σπάσιμο της πέτρας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–