πετροδολάριο


πετροδολάριο
Προφορά

Ετυμολογία
πετροδολάριο └αγγλ┘petrodollar

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πετροδολάριο

✦ ονομ. του αμερικανικού δολαρίου που χρησιμοποιείται κατά την πώληση πετρελαίου από τις παραγωγές χώρες· (η λ., κυρίως, για τα δολάρια που συγκεντρώθηκαν στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, κατά την εποχή της ανόδου της τιμής του πετρελαίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.