πετροβολώ


πετροβολώ
Προφορά

Ετυμολογία
πετροβολώ μεταγενέστερη ελληνική πετροβολῶ

Ερμηνεία
πετροβολώ

✦ -άς, -ά κ. -είς, -εί ρ. ρίχνω πέτρες, χτυπώ με πέτρες

Συνώνυμα
λιθοβολώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.