περισκαφή


περισκαφή
Προφορά

Ετυμολογία
περισκαφή περισκάπτω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περισκαφή

✦ διάνοιξη τάφρου γύρω από ένα χώρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.