περιπόλιο
Προφορά
Ετυμολογία
περιπόλιο αρχαία ελληνική περιπόλιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το περιπόλιο
✦ σταθμός περιπόλων, φυλάκιο
✦ μικρό κτίσμα με θυρίδες για τουφέκια, του οποίου η άμυνα ανατίθεται σε μικρό τμήμα πεζικού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–