περιποιημένος


περιποιημένος
Προφορά

Ετυμολογία
περιποιημένος μτχ. παθ. πρκμ. του περιποιούμαι

Ερμηνεία
περιποιημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (για πρόσ.) που έχει ευπρεπή και φροντισμένη εμφάνιση
✦ (για πράγμ.) καλοδουλεμένος, επιμελημένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.