περιπλέκω


περιπλέκω
Προφορά

Ετυμολογία
περιπλέκω αρχαία ελληνική περι-πλέκω

Ερμηνεία
ρήμα περιπλέκω

✦ πλέκω το ένα με τ’ άλλο, μπλέκω, μπερδεύω
(μτφ. ) παρεμβάλλω προσκόμματα, δυσκολεύω, οδηγώ σε αδιέξοδο: οι συνομιλίες περιέπλεξαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση
✦ μτχ. παθ. πρκμ. περιπεπλεγμένος βλ. λ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.