περιπίπτω
Προφορά
Ετυμολογία
περιπίπτω αρχαία ελληνική περι-πίπτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ περιπίπτω
✦ (μτφ. ) εμπίπτω
✦ υποπίπτω, πέφτω: ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε αντιφάσεις
✦ περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση: ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–