περιπάθεια


περιπάθεια
Προφορά

Ετυμολογία
περιπάθεια μεσαιωνική ελληνική περιπάθεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περιπάθεια

✦ η θερμή εκδήλωση συναισθήματος, το να κατέχεται κάποιος από πάθος για κάτι: είχαν γαντζωθεί ο ένας στον άλλο με περιπάθεια και πίστη (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα
απάθεια
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.