περιουσιακός


περιουσιακός
Προφορά

Ετυμολογία
περιουσιακός περιουσία

Ερμηνεία
επίθετο┘ περιουσιακός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την περιουσία: περιουσιακά δικαιώματα
✦ πληθ. ουδ. περιουσιακά ως ουσ., όσα αφορούν την περιουσία: είχε τσακωθεί με τον πατέρα του για περιουσιακά (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.