περιοριστικός


περιοριστικός
Προφορά

Ετυμολογία
περιοριστικός μεταγενέστερη ελληνική περιοριστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ περιοριστικός -ή, -ό

✦ κατασταλτικός, δεσμευτικός, μετριαστικός: θα επιβληθούν περιοριστικά μέτρα στην κατανάλωση καυσίμων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
περιοριστικά (Κ περιοριστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.