περιοριστής


περιοριστής
Προφορά

Ετυμολογία
περιοριστής περιορίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο περιοριστής

✦ μηχανική ή ηλεκτρική διάταξη που παρεμποδίζει ένα μέγεθος να λάβει, κατά τις μεταβολές του, τιμές επικίνδυνες ή ανεπιθύμητες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.