περιορίσιμος


περιορίσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
περιορίσιμος περιορίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ περιορίσιμος -η, -ο

✦ που μπορεί να περιορισθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα
απεριόριστος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.