περιοδικότητα


περιοδικότητα
Προφορά

Ετυμολογία
περιοδικότητα περιοδικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περιοδικότητα

✦ η ιδιότητα του περιοδικού, η κατά χρονικά διαστήματα, συνήθως τακτά, εμφάνιση ή εκδήλωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.