περιοδικός
Προφορά
Ετυμολογία
περιοδικός μεταγενέστερη ελληνική περιοδικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ περιοδικός -ή, -ό
✦ που γίνεται ή εμφανίζεται κατά περιόδους, από καιρό σε καιρό: η περιοδική επανάληψη των ίδιων φαινομένων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
περιοδικά (Κ περιοδικώς)