περιεκτικότητα
Προφορά
Ετυμολογία
περιεκτικότητα περιεκτικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περιεκτικότητα
✦ η ιδιότητα του περιεκτικού
✦ η ποσότητα ενός πράγματος, ενός υλικού σε κάτι: η μπίρα έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–