περιγραφικός
Προφορά
Ετυμολογία
περιγραφικός μεταγενέστερη ελληνική περιγραφικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ περιγραφικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφή: περιγραφική ποίηση
✦ ο ικανός στην περιγραφή, που αποδίδει με ενάργεια τις εικόνες των πραγμάτων: περιγραφικό ύφος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
περιγραφικά (Κ περιγραφικώς)