περιέρχομαι
Προφορά
Ετυμολογία
περιέρχομαι αρχαία ελληνική περι-έρχομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ περιέρχομαι
✦ κινούμαι γύρω ή μέσα από κάτι, περιφέρομαι
✦ φτάνω, καταλήγω σε κάτι: οι συνομιλίες περιήλθαν σε αδιέξοδο
✦ φρ. περιήλθεν εις γνώσιν μου, πληροφορήθηκα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–