περιέλιγμα


περιέλιγμα
Προφορά

Ετυμολογία
περιέλιγμα περιελίσσω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το περιέλιγμα

✦ το περιελισσόμενο
✦ (ειδ.) λεπτό σκοινί, σύρμα ή καλώδιο περιτυλιγμένο γύρω από οποιοδήποτε σώμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.